-
1 доставить
доставить 1) (перенести) (μετα)φέρω, πηγαίνω 2) (при чинить) προξενώ, κάνω \доставить удовольствие προξενώ ευχαρί στηση* * *1) ( перенести) (μετα)φέρω, πηγαίνω2) ( причинить) προξενώ, κάνωдоста́вить удово́льствие — προξενώ ευχαρίστηση